Greek Meaning of overworked
Υπερκόπω
Other Greek words related to Υπερκόπω
- εξουθενωμένος
- στραγγισμένος
- εξαντλημένος
- Κουρασμένος
- κουρασμένος
- κουρασμένος
- κουρασμένος
- φθαρμένος
- Υπερφορτωμένος
- all in
- κουρασμένος
- ρυθμός
- χτυπημένος
- Θολό
- σπασμένος
- καμμένος έξω
- εξαντλημένος
- νεκρός
- εξασθενημένος
- έγινε
- Υπνηλία
- εξαντλημένος
- εξασθενημένος
- εξαντλημένος
- κουτσός
- έπαιξε
- προσκυνημένος
- αποκαμωμένος
- δαπανηθεί
- ξεθωριασμένος
- εξασθενημένος
- κουρασμένος
- εξαλειφθεί
- Φθαρμένος
- κουρασμένος
- υπερβολικά κουρασμένος
- poop
- εξαντλημένος/η
- εξασθενίζω
- βαρύς
- ληθαργικός
- ερειπωμένος
- νυσταγμένος
- Αργός
- εξαντλημένος
Nearest Words of overworked
Definitions and Meaning of overworked in English
overworked (imp. & p. p.)
of Overwork
FAQs About the word overworked
Υπερκόπω
of Overwork
εξουθενωμένος,στραγγισμένος,εξαντλημένος,Κουρασμένος,κουρασμένος,κουρασμένος,κουρασμένος,φθαρμένος,Υπερφορτωμένος,all in
ενεργός,φρέσκος,αναζωογονητικό,ανανεωμένος,χαλαρός,ξεκούραστος,ακούραστος,Ενεργητικός,αναζωογονημένο,ζωηρός
overwork => υπερένταση, overword => υπερλέξη, overwise => απερίσκεπτος, overwinter => ξεχειμωνιάζω, overwing => πάνω από την πτέρυγα,