Greek Meaning of overworked

Υπερκόπω

Other Greek words related to Υπερκόπω

Definitions and Meaning of overworked in English

Webster

overworked (imp. & p. p.)

of Overwork

FAQs About the word overworked

Υπερκόπω

of Overwork

εξουθενωμένος,στραγγισμένος,εξαντλημένος,Κουρασμένος,κουρασμένος,κουρασμένος,κουρασμένος,φθαρμένος,Υπερφορτωμένος,all in

ενεργός,φρέσκος,αναζωογονητικό,ανανεωμένος,χαλαρός,ξεκούραστος,ακούραστος,Ενεργητικός,αναζωογονημένο,ζωηρός

overwork => υπερένταση, overword => υπερλέξη, overwise => απερίσκεπτος, overwinter => ξεχειμωνιάζω, overwing => πάνω από την πτέρυγα,