Greek Meaning of lethargic

ληθαργικός

Other Greek words related to ληθαργικός

Definitions and Meaning of lethargic in English

Wordnet

lethargic (a)

deficient in alertness or activity

Webster

lethargic (a.)

Alt. of Lethargical

FAQs About the word lethargic

ληθαργικός

deficient in alertness or activityAlt. of Lethargical

βαρετό,νυσταγμένος,Αργός,αδιάφορος ,αδρανής,αδρανής,τεμπέλης,αδιάφορος,ακίνητος,αδρανής

ενεργός,απασχολημένος,αρραβωνιασμένος,κινούμενη,ανάκαμψη,δυναμικός ,Ενεργητικός,κινητικός,ζωηρός,κατειλημμένος

lethality => θνησιμότητα, lethal gene => Θανατηφόρο γονίδιο, lethal agent => Θανατηφόρος παράγοντας, lethal => θανατηφόρος, leten => αφήνω,