Greek Meaning of lethality
θνησιμότητα
Other Greek words related to θνησιμότητα
- θανατηφόρος
- μοιραίος
- δηλητηριώδης
- κακόβουλος
- επικίνδυνο
- θανάσιμος
- καταστροφικός
- επιβλαβές
- μεταδοτικός
- μολυσματικός
- θνητός
- φονικός
- τερματικό
- τοξικός
- ολέθριος
- επιβλαβής
- έπεσε
- επικίνδυνος
- επιζήμιος
- απειλητικός
- επιβλαβής
- επικίνδυνος
- επιζήμιος
- λοιμώδης
- λοιμικός
- Επικίνδυνο
- αιματηρός
- σοβαρός
- απειλητικός
- άγριος
- ανθυγιεινός
- Ιογενής
- Ζωτικός
- υπο-θανατηφόρος
Nearest Words of lethality
Definitions and Meaning of lethality in English
lethality (n)
the quality of being deadly
lethality (n.)
The quality of being lethal; mortality.
FAQs About the word lethality
θνησιμότητα
the quality of being deadlyThe quality of being lethal; mortality.
θανατηφόρος,μοιραίος,δηλητηριώδης,κακόβουλος,επικίνδυνο,θανάσιμος,καταστροφικός,επιβλαβές,μεταδοτικός,μολυσματικός
επωφελής,θεραπευτικός,υγιής,υγιής,μη θανατηφόρο,μη θανατηφόρος,αποκαταστατικός,υγιής,ευεργετικός,υγιεινός
lethal gene => Θανατηφόρο γονίδιο, lethal agent => Θανατηφόρος παράγοντας, lethal => θανατηφόρος, leten => αφήνω, lete => αφήνω,