Greek Meaning of catatonic

κατατονικός

Other Greek words related to κατατονικός

Definitions and Meaning of catatonic in English

Wordnet

catatonic (a)

characterized by catatonia especially either rigidity or extreme laxness of limbs

FAQs About the word catatonic

κατατονικός

characterized by catatonia especially either rigidity or extreme laxness of limbs

κενό,ακίνητος,ελεύθερος,ατάραχος,αποσπασμένος,βαρετό,άδειος,αινιγματικός,αινιγματικός,άψυχος

ενεργός,ζωντανός,κινούμενη,φωτεινό,απασχολημένος,επιδεικτικός,δυναμικός ,αφρώδης,Ενεργητικός,αρραβωνιασμένος

catatonia => Κατατονία, catastrophist => καταστροφιστής, catastrophism => Καταστροφισμός, catastrophically => Καταστροφικά, catastrophic illness => καταστροφική ασθένεια,