Greek Meaning of inscrutable
ανεξιχνίαστος
Other Greek words related to ανεξιχνίαστος
- μυστηριώδης
- αινιγματικός
- αινιγματικός
- μυστηριώδης
- μυστικός
- ασαφής
- παράξενος
- ασαφής
- Μυστικός
- συγκεχυμένος
- σκοτεινός, -ή, -ό
- βαθύς
- Αδιαπέραστο
- θολό
- Μυστηριώδης
- απόκρυφο
- ανεξήγητος
- ασαφής
- Ασαφής
- απορίας άξιο
- απογοητευτικό
- ενοχλητικός
- σκοτεινό
- αποπροσανατολιστικός
- αμφίβολος
- εσωτερικός
- ασαφής
- άσυλο
- ακατανόητος
- ανεξήγητος
- μεταφυσικός
- μυστηριώδης
- ιερός
- μπερδεμένος
- συγκεχυμένο
- απόκρυφος
- σκοτεινός
- υπερφυσικός
- ανεύθυνος
- Απάντητη
- αβυσσαλέος
- ακατανόητος
- άγνωστος
- ανερεύνητο
- συγκεχυμένος
Nearest Words of inscrutable
Definitions and Meaning of inscrutable in English
inscrutable (s)
of an obscure nature
inscrutable (a.)
Unsearchable; incapable of being searched into and understood by inquiry or study; impossible or difficult to be explained or accounted for satisfactorily; obscure; incomprehensible; as, an inscrutable design or event.
FAQs About the word inscrutable
ανεξιχνίαστος
of an obscure natureUnsearchable; incapable of being searched into and understood by inquiry or study; impossible or difficult to be explained or accounted for
μυστηριώδης,αινιγματικός,αινιγματικός,μυστηριώδης,μυστικός,ασαφής,παράξενος,ασαφής,Μυστικός,συγκεχυμένος
φαινομενικός,Κατανοητός,προφανής,κατανοητός,σαφής,εμφανής,ανεξερεύνητος,φανερός,απτός,απλός
inscrutability => ακαταληψία, inscrolling => εγγραφή, inscrolled => εγγεγραμμένο, inscroll => εγχάραξη, inscriptively => επιγραφικά,