FAQs About the word insculp

γλυπτική

To engrave; to carve; to sculpture.

σκαλίζω,χαράσσω,τάφος,χαράσσει,χαράζω,σμιλεύω,γλυπτική,ίχνος,επίθημα,καταδίωξη

No antonyms found.

inscrutably => ανεξιχνίαστα, inscrutableness => Ανεξερευνήσιμος, inscrutable => ανεξιχνίαστος, inscrutability => ακαταληψία, inscrolling => εγγραφή,