Greek Meaning of unsearchable

ανερεύνητο

Other Greek words related to ανερεύνητο

Definitions and Meaning of unsearchable in English

Webster

unsearchable (a.)

Not searchable; inscrutable; hidden; mysterious.

FAQs About the word unsearchable

ανερεύνητο

Not searchable; inscrutable; hidden; mysterious.

Ασαφής,αινιγματικός,αινιγματικός,εσωτερικός,ακατανόητος,δυσανάγνωστο,ανεξιχνίαστος,μυστηριώδης,απόκρυφος,αβυσσαλέος

βασικός,εύκολος,στοιχειώδης,ουσιαστικός,θεμελιώδης,Κατανοητός,ρουτινικός,απλός,υποκείμενος,κατανοητός

unseamed => ξεκούμπωτος, unseamanlike => ανάρμοστος με τις παραδόσεις της ναυτιλίας, unseam => ξεκόβω, unsealed => ανοικτός, unseal => ανοίγω,