Greek Meaning of unscripted

αυτοσχέδιο

Other Greek words related to αυτοσχέδιο

Definitions and Meaning of unscripted in English

Wordnet

unscripted (a)

not furnished with or using a script

FAQs About the word unscripted

αυτοσχέδιο

not furnished with or using a script

εφήμερος,αυτοσχεδιαστικός,αυτοσχέδιος,αυτοσχέδιος,αυτοσχέδιος,αυτοσχεδιασμένος,αυτοσχέδιος,αυτοσχέδιο,αυθόρμητος,παρορμητικός

προγραμματισμένη,προμελετημένο,προετοιμασμένος,προβλεπόμενος,θεωρούμενος,εσκεμμένος,σκοπούμενος,εκούσιος,προσχεδιασμένος

unscrew => ξεβιδώνω, unscramble => Αποκρυπτογράφηση, unscientifically => αντιεπιστημονικά, unscientific => μη επιστημονικός, unscience => Ανεπιστήμη,