Greek Meaning of extemporary

αυτοσχέδιος

Other Greek words related to αυτοσχέδιος

Definitions and Meaning of extemporary in English

Wordnet

extemporary (s)

with little or no preparation or forethought

Webster

extemporary (a.)

Extemporaneous.

Made for the occasion; for the time being.

FAQs About the word extemporary

αυτοσχέδιος

with little or no preparation or forethoughtExtemporaneous., Made for the occasion; for the time being.

αυτοσχέδιος,αυτοσχεδιασμένος,αυτοσχέδιος,εφήμερος,αυτοσχεδιαστικός,αυτοσχέδιος,ανεπίσημος,αυτοσχέδιο,πρόχειρα,αυθόρμητος

προγραμματισμένη,προμελετημένο,προετοιμασμένος,προβλεπόμενος,θεωρούμενος,εσκεμμένος,σκοπούμενος,εκούσιος,προσχεδιασμένος

extemporarily => αυτοσχεδίαστο, extemporaneously => αυτοσχέδια, extemporaneous => αυτοσχεδιαστικός, extemporanean => αυτοσχέδιο, extemporal => αυτοσχέδιος,