Greek Meaning of improvisational

αυτοσχεδιασμένος

Other Greek words related to αυτοσχεδιασμένος

Definitions and Meaning of improvisational in English

improvisational

something that is improvised, the act or art of improvising, something (such as a musical or dramatic composition) improvised

FAQs About the word improvisational

αυτοσχεδιασμένος

something that is improvised, the act or art of improvising, something (such as a musical or dramatic composition) improvised

αυτοσχέδιος,αυτοσχέδιος,εφήμερος,αυτοσχεδιάζω,αυτοσχεδιαστικός,αυτοσχέδιος,αυτοσχέδιος,ανεπίσημος,αυτοσχέδιο,πρόχειρα

εσκεμμένος,εκούσιος,προγραμματισμένη,προμελετημένο,προετοιμασμένος,προβλεπόμενος,θεωρούμενος,σκοπούμενος,προσχεδιασμένος

improves => βελτιώνει, improvements => βελτιώσεις, improv => αυτοσχεδιασμός, imprisonments => Φυλακίσεις, imprints => αποτυπώματα,