Greek Meaning of imputing (to)
αποδίδοντας (σε)
Other Greek words related to αποδίδοντας (σε)
Nearest Words of imputing (to)
Definitions and Meaning of imputing (to) in English
imputing (to)
No definition found for this word.
FAQs About the word imputing (to)
αποδίδοντας (σε)
Κατηγορείν,πατρότητα (πάνω),καρφίτσωμα (πάνω),αποδίδοντας,αποδίδοντας,κιμωλία ,φόρτιση,πίστωση,υπολογίζοντας,Κατεβάζω
No antonyms found.
imputed (to) => αποδιδόμενος (σε), impute (to) => αποδίδω (σε), impunities => Ατιμωρησία, impulsivity => παρορμητικότητα, impulses => Παρορμήσεις,