Greek Meaning of in a fume
Θυμωμένος
Other Greek words related to Θυμωμένος
- θυμωμένος
- θυμωμένος
- βαλλιστικός
- εξοργισμένος
- θυμωμένος
- ζεστό
- Αγανακτισμένος
- εξοργίζω
- θυμωμένος
- τρελός
- Εξοργισμένος
- λυσσασμένος
- ενοχλημένος
- Αποπληκτικός
- Εκνευρισμένος
- χολερικός
- αφρώδης
- φουμάρισμα
- πήδημα
- θυμώνω
- εξοργισμένος
- φλεγμονώδης
- οργισμένος
- ευερέθιστος
- Χλωμό
- παθιασμένος
- εκνευρισμένος
- Ράιλι
- πονεμένος
- Ατμός
- Επιλεγμένος
- οργισμένος
- θυμωμένος ή αναστατωμένος
- μπλε στο πρόσωπο
- φλεγμονώδης
- θυμωμένος
- θυμωμένος
- Έξω φρενών
- θυμωμένος
- σε κατοικίδιο
- θολωμένος
- tee off
- δριμύς
- πικρόχολος
- επιβαρυντική
- ανταγωνιστικός
- αντιπαθητικός
- αντικοινωνικός
- επιχειρηματικός
- πτωτικός
- εμπόλεμος
- χολερικός
- πικρός
- βράζω
- τραχύς
- τριχωτός
- καίγοντας
- γκρινιάρης
- αγενής
- κρύος
- Αμφιλεγόμενος
- αντίθετος
- κουλ
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- σταυρός
- δυσάρεστος
- αποδοκιμαστικός
- μακρινό
- δυσπεπτικός
- εκνευρισμένος
- ανήσυχος
- κρύο
- επιλεκτικός
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- τρελός σαν κατσίκα
- θυμωμένος
- παγωμένος
- εχθρικός
- ευέξαπτος
- οργισμένος
- κακόβουλος
- δύστροπος
- ταραγμένος
- πείσμων
- μαχητικός
- σβήνω
- φιλονικός
- μνησίκακος
- ερεθισμένος
- παραλήρημα
- μαινόμενος
- αγανακτισμένος
- ταραγμένος
- βράζων
- ευέξαπτος
- σιγοψημένος
- καπνίζω
- Λαμπερό
- απότομος
- ευερέθιστος
- κακεντρεχής
- θυελλώδης
- σουμπρός
- ευερέθιστος
- ευαίσθητος
- ανεπιθύμητος
- δυσάρεστος
- εκδικητικός
- εκδικητικός
- Ιογενής
- βιτριολικός
- εκνευρισμένος
- οργή
- πικραμένος/η
- ευέξαπτος
- Σφυρηλατημένος (επεξεργασμένος)
- Αποδεκτός
- φιλόξενος
- ευχάριστος
- Επιδεκτικός
- περιεχόμενο
- φιλικός
- Χαρούμενος
- φιλικός
- χαρούμενος
- προθυμος
- χαρούμενος
- άθυμος
- φιλικός
- Ήρεμος
- υπάκουος
- ευγενικός
- ικανοποιημένος
- Γαλήνιος
- γλυκό
- συμπαθής
- ανεκτικός
- κατανόηση
- Φιλικός
- φιλικός
- εύκολος
- συμπονετικός
- λαμπρός
- καλόκαρδος
- Ειρηνικός
- ειρηνικός
- ήρεμος
- ευχάριστος
- ήρεμος
- ανενδοίαστος
Nearest Words of in a fume
Definitions and Meaning of in a fume in English
in a fume
an often noxious suspension of particles in a gas (such as air), with little of the original strength or energy remaining, to give off fumes, a disagreeable smoke, vapor, or gas, a smoke, vapor, or gas especially when irritating or offensive, to be in a state of excited irritation or anger, to expose to or treat with fumes, to rise in or as if in fumes, to show bad temper or anger, a state of excited irritation or anger, to emit fumes, to utter while in a state of excited irritation or anger, something (such as an emotion) that impairs one's reasoning, to give off in fumes
FAQs About the word in a fume
Θυμωμένος
an often noxious suspension of particles in a gas (such as air), with little of the original strength or energy remaining, to give off fumes, a disagreeable smo
θυμωμένος,θυμωμένος,βαλλιστικός,εξοργισμένος,θυμωμένος,ζεστό,Αγανακτισμένος,εξοργίζω,θυμωμένος,τρελός
Αποδεκτός,φιλόξενος,ευχάριστος,Επιδεκτικός,περιεχόμενο,φιλικός,Χαρούμενος,φιλικός,χαρούμενος,προθυμος
in a breeze => πανεύκολα, imputing (to) => αποδίδοντας (σε), imputed (to) => αποδιδόμενος (σε), impute (to) => αποδίδω (σε), impunities => Ατιμωρησία,