Greek Meaning of accepting

Αποδεκτός

Other Greek words related to Αποδεκτός

Definitions and Meaning of accepting in English

Wordnet

accepting (s)

tolerating without protest

Webster

accepting (p. pr. & vb. n.)

of Accept

FAQs About the word accepting

Αποδεκτός

tolerating without protestof Accept

πιστεύων,σίγουρος,πεπεισμένος,ασφαλής,εμπιστευτικός,αναντίρρητος,ανυποψίαστος,βέβαιος,παιδαριώδης,Εμπιστοσύνης

δυσπιστος,αμφίβολος,αμφίβολος,ερώτηση,σκεπτικός,αβέβαιος,άπιστος,αμφίβολος,διστακτικός,άπιστος

acceptilation => Αποδοχή, accepter => αποδέχομαι, acceptedly => αποδεκτώς, accepted => αποδεκτό, acceptation => αποδοχή,