Greek Meaning of convinced

πεπεισμένος

Other Greek words related to πεπεισμένος

Definitions and Meaning of convinced in English

Wordnet

convinced (s)

persuaded of; very sure

Wordnet

convinced (a)

having a strong belief or conviction

FAQs About the word convinced

πεπεισμένος

persuaded of; very sure, having a strong belief or conviction

Αποδεκτός,πιστεύων,σίγουρος,σίγουρα,αναντίρρητος,ανυποψίαστος,βέβαιος,Εμπιστοσύνης,Ευκολόπιστος,αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος

αμφίβολος,ερώτηση,σκεπτικός,αβέβαιος,άπιστος,δυσπιστος,αμφίβολος,διστακτικός,άπιστος,καχύποπτος

convince => πείθω, conviction => πεποίθηση, convictfish => κατάδικος, convict fish => Κόνβικτ ψάρι, convict => κατάδικος,