Greek Meaning of convincingness
Πειστικότητα
Other Greek words related to Πειστικότητα
Nearest Words of convincingness
Definitions and Meaning of convincingness in English
convincingness (n)
the power of argument or evidence to cause belief
FAQs About the word convincingness
Πειστικότητα
the power of argument or evidence to cause belief
αυθεντία,αποφασιστικότητα,αποτελεσματικότητα,πειστικότητα,δύναμη,ισχύς,ένσταση,πειστικότητα,αξιοπιστία,δύναμη
Αναποφασιστικότητα,αναποτελεσματικότητα,αναποτελεσματικότητα,ακυρότητα,ασθένεια,Αδυναμία,αναποτελεσματικότητα,ανικανότητα,τρόμος,αδυναμία
convincingly => πειστικά, convincing => πειστικός, convincible => πειστικός, convinced => πεπεισμένος, convince => πείθω,