Greek Meaning of suasiveness

Πειστικότητα

Other Greek words related to Πειστικότητα

Definitions and Meaning of suasiveness in English

suasiveness

the act of influencing or persuading

FAQs About the word suasiveness

Πειστικότητα

the act of influencing or persuading

αυθεντία,αποφασιστικότητα,αποτελεσματικότητα,δύναμη,ισχύς,Πειστικότητα,αξιοπιστία,δύναμη,αποφασιστικότητα,επίδραση

Αναποφασιστικότητα,αναποτελεσματικότητα,ακυρότητα,Αδυναμία,αναποτελεσματικότητα,αναποτελεσματικότητα,ανικανότητα,τρόμος,ασθένεια,αδυναμία

stymieing => εμποδίζοντας, stymied => εμποδιζόμενος, stylists => στυλίστες, styling => στυλιζάρισμα, stylets => στυλέτα,