Greek Meaning of inconclusiveness

Αναποφασιστικότητα

Other Greek words related to Αναποφασιστικότητα

Definitions and Meaning of inconclusiveness in English

Wordnet

inconclusiveness (n)

the quality of being inconclusive

FAQs About the word inconclusiveness

Αναποφασιστικότητα

the quality of being inconclusive

αναποτελεσματικότητα,αναποτελεσματικότητα,αναποτελεσματικότητα,ακυρότητα,Αδυναμία,ανικανότητα,τρόμος,ασθένεια,αδυναμία

αυθεντία,πειστικότητα,αποφασιστικότητα,αποτελεσματικότητα,δύναμη,αποφασιστικότητα,επίδραση,πειθώ,πειστικότητα,δύναμη

inconclusively => όχι οριστικά, inconclusive => αναποφάσιστος, inconcluding => αinconclusive, inconcludent => ασαφής, inconcinnous => ασυνεπής,