Greek Meaning of inconclusively
όχι οριστικά
Other Greek words related to όχι οριστικά
- εσφαλμένος
- ελαττωματικό
- ανακριβής
- εσφαλμένος
- Παραπλανητικό
- λάθος
- κατά προσέγγιση
- αμφίβολος
- ελαττωματικός
- γενικός
- ανακριβής
- αναποφάσιστος
- Αόριστος
- απροσδιόριστος
- ασαφής
- Ανεπαρκής
- αμφισβητήσιμος
- αβέβαιος
- Απροσδιόριστος
- ακαθόριστος
- ασαφής
- ΨΕΥΔΕΣ
- προσέγγιση
- στάδιο
- αμφιλεγόμενος
- αμφισβητήσιμος
- Διαστρεβλωμένο
- αμφίβολος
- πλανερός
- ακαθόριστος
- χαλαρός
- εσφαλμένος
- χυλώδης
- απενεργοποιημένος
- φαινομενικός
- μαλακό
- επιβεβαιωμένος
- ανήσυχος
- αβάσιμος
- μη υποστηριζόμενο
- βέβαιος
- σαφής
- Καταληκτικός
- αποφασιστικός
- ορισμένος
- ορισμένος
- θετικός
- σίγουρα
- έγκυρος
- απόλυτος
- επιβεβαιωμένο
- Σωστό
- Ορίζοντες
- πραγματικός
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητο
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- δεξιά
- ήχος
- Αδιαμφισβήτητος
- αναμφισβήτητο
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- ακριβής
- νεκρός
- ακριβώς
- αποφασισμένος
- Χωρίς σφάλματα
- καθιερωμένος
- ακριβές
- ακριβής
- υποστηριζόμενος
- ανειδίκευτος
- επικυρωμένος
- επιβεβαιωμένος
- τεκμηριωμένος
Nearest Words of inconclusively
Definitions and Meaning of inconclusively in English
inconclusively (r)
not conclusively
FAQs About the word inconclusively
όχι οριστικά
not conclusively
εσφαλμένος,ελαττωματικό,ανακριβής,εσφαλμένος,Παραπλανητικό,λάθος,κατά προσέγγιση,αμφίβολος,ελαττωματικός,γενικός
βέβαιος,σαφής,Καταληκτικός,αποφασιστικός,ορισμένος,ορισμένος,θετικός,σίγουρα,έγκυρος,απόλυτος
inconclusive => αναποφάσιστος, inconcluding => αinconclusive, inconcludent => ασαφής, inconcinnous => ασυνεπής, inconcinnity => ασυμφωνία,