Greek Meaning of stymieing

εμποδίζοντας

Other Greek words related to εμποδίζοντας

Definitions and Meaning of stymieing in English

stymieing

to present an obstacle to

FAQs About the word stymieing

εμποδίζοντας

to present an obstacle to

ντροπιαστικός,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,αποκλεισμός,απόφραξη,περιοριστική,καθυστέρηση,ανησυχητικός

βοήθεια,βοήθεια,διευκολυντικό,βοηθητικός,άνοιγμα,εκκαθάριση,ενθαρρυντικός,απελευθερωτικό,περαιτέρω,απελευθερωτικός

stymied => εμποδιζόμενος, stylists => στυλίστες, styling => στυλιζάρισμα, stylets => στυλέτα, styles => στυλ,