Greek Meaning of trammelling

Περιορισμός

Other Greek words related to Περιορισμός

Definitions and Meaning of trammelling in English

Webster

trammelling ()

of Trammel

FAQs About the word trammelling

Περιορισμός

of Trammel

υποχρεωτικός,περιοριστικός,εμποδίζοντας,μαστίγωμα,προσκόλληση,αλυσοποίηση,περιοριστική,αλυσίδωση,δεσμευτικός,δεσμευτικό

απελευθερωτικός,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,χαλαρός,Απελευθέρωση,διάσωση,απόδεση,ακύρωση,απελευθερωτικός,απελευθέρωση

trammelled => περιορισμένος, trammeling => περιοριστικός, trammeler => εμπόδιο, trammeled => Δεσμευμένος, trammel wheel => Τροχός τραμ,