Greek Meaning of shackling
δεσμώτης
Other Greek words related to δεσμώτης
- υποχρεωτικός
- αλυσοποίηση
- περιοριστικός
- περιοριστική
- δεσμευτικό
- εμποδίζοντας
- χειροπέδες
- προσκόλληση
- δέσιμο
- δέσιμο
- συνδέω
- αλυσίδωση
- δεσμευτικός
- Αποφυγή
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- μαστίγωμα
- περιοριστικός
- σύνδεση
- αλυσοδένοντας
- περιοριστικός
- προστασία
- περιοριστικός
- Περιορισμός
- δάγκωμα
- κράσπεδο
- μπλεγμένος
- στερέωση
- Κούτσαινε
- δέσιμο χοίρων
- σιδέρωμα
- ένταξη
- μπερδέματος
- δοκός
Nearest Words of shackling
Definitions and Meaning of shackling in English
shackling (p. pr. & vb. n.)
of Shackle
FAQs About the word shackling
δεσμώτης
of Shackle
υποχρεωτικός,αλυσοποίηση,περιοριστικός,περιοριστική,δεσμευτικό,εμποδίζοντας,χειροπέδες,προσκόλληση,δέσιμο,δέσιμο
απελευθερωτικός,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,χαλαρός,Απελευθέρωση,διάσωση,απελευθέρωση,αποσπώντας,αποσύνδεσης,απόδεση
shackled => δεμένος, shackle => δεσμός, shackatory => Δεν υπάρχει μετάφραση για τη λέξη 'shackatory' στα Ελληνικά., shack up => Τρέμω, shack => καλύβα,