Greek Meaning of aiding
βοήθεια
Other Greek words related to βοήθεια
Nearest Words of aiding
Definitions and Meaning of aiding in English
aiding (p. pr. & vb. n.)
of Aid
FAQs About the word aiding
βοήθεια
of Aid
βοηθητικός,ανακούφιση,ηλεκτρονικός,χαλάρωση,αυτοματοποιημένο,αυτόματος,μηχανικό,μηχανοκίνητος,μη χειρωνακτικός,εξοικονόμηση χρόνου
μη αυτόματο,μη αυτοματοποιημένος
aidful => χρήσιμος, aides => βοηθοί, aider => βοηθώ, aide-memoire => Απομνημονευτικό, aide-de-camp => υπασπιστής,