Greek Meaning of automatic
αυτόματος
Other Greek words related to αυτόματος
- ενστικτώδης
- ακούσιος
- μηχανικός
- μηχανικό
- αντανακλαστικό
- ρομποτικός
- απλός
- αυθόρμητος
- ξαφνικά
- ξαφνικός
- τυφλός
- ανεπίσημος
- εξαρτημένος από κάποιον όρο
- παρορμητικός
- ακούσιος
- γονάτου τζερκ
- φυσικός
- γρήγορος
- αντιδραστικός
- υποσυνείδητος
- Αναίσθητος
- απρόθυμος
- ενστικτώδης
- ευκαιρία
- αυτοσχεδιαστικός
- αυτοσχέδιος
- τυχαίος
- Επιπόλαιος
- παρορμητικός
- αυτοσχέδιος
- αυτοσχέδιος
- ανόητος
- αυτοσχέδιο
- πρόχειρα
- παβλοβιανός
- τυχαίος
- Δερματικό εξάνθημα
- Έτοιμος
- Κλικ
- παρορμητικός
- απρόσεκτος
- αυθόρμητο
- ακούσιος
- ακούσιο
- απρογραμμάτιστος
- μη προμελετημένο
- απροετοίμαστος
- αυθόρμητο
- αβάσιμος
- αναπάντεχος
- αμελέτητος
- άθελά του
- σπλαγχνικός
- υπολογισμένος
- προσεκτικός
- συνειδητός
- εσκεμμένος
- σχεδιασμένος
- σκοπούμενος
- εκούσιος
- Μη μηχανικός
- προκαθορισμένος
- προετοιμασμένος
- εθελοντικός
- εθελοντικός
- εσκεμμένος
- εκούσιος
- θεωρούμενος
- Καλλιεργούμενος
- σχολαστικός
- προβλεπόμενος
- αιτιολογημένος
- εκλεπτυσμένος
- προβλεπόμενος
- στοχαστικός
- διαθήκη
- Συμβουλευόταν
- εκ προθέσεως
- διορατικός
- προνοητικός
- μετρημένος
- μελετήθηκε
Nearest Words of automatic
- automatic choke => Αυτόματο ντίζα
- automatic data processing => Αυτόματη επεξεργασία δεδομένων
- automatic data processing system => Αυτόματο σύστημα επεξεργασίας δεδομένων
- automatic drive => Αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων
- automatic face recognition => Αυτόματη αναγνώριση προσώπου
- automatic firearm => Αυτόματο πυροβόλο όπλο
- automatic gun => Αυτόματο όπλο
- automatic pilot => Αυτόματος πιλότος
- automatic pistol => αυτόματο πιστόλι
- automatic rifle => Αυτόματο τυφέκιο
Definitions and Meaning of automatic in English
automatic (n)
light machine gun
a pistol that will keep firing until the ammunition is gone or the trigger is released
automatic (a)
operating with minimal human intervention; independent of external control
automatic (s)
resembling the unthinking functioning of a machine
without volition or conscious control
automatic (a.)
Alt. of Automatical
FAQs About the word automatic
αυτόματος
light machine gun, a pistol that will keep firing until the ammunition is gone or the trigger is released, operating with minimal human intervention; independen
ενστικτώδης,ακούσιος,μηχανικός,μηχανικό,αντανακλαστικό,ρομποτικός,απλός,αυθόρμητος,ξαφνικά,ξαφνικός
υπολογισμένος,προσεκτικός,συνειδητός,εσκεμμένος,σχεδιασμένος,σκοπούμενος,εκούσιος,Μη μηχανικός,προκαθορισμένος,προετοιμασμένος
automath => αυτόματο, automated teller machine => αυτόματος ταμίας, automated teller => Αυτόματη ταμειακή μηχανή, automated => αυτοματοποιημένο, automate => Αυτοματοποιώ,