Greek Meaning of automatic pistol
αυτόματο πιστόλι
Other Greek words related to αυτόματο πιστόλι
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of automatic pistol
- automatic pilot => Αυτόματος πιλότος
- automatic gun => Αυτόματο όπλο
- automatic firearm => Αυτόματο πυροβόλο όπλο
- automatic face recognition => Αυτόματη αναγνώριση προσώπου
- automatic drive => Αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων
- automatic data processing system => Αυτόματο σύστημα επεξεργασίας δεδομένων
- automatic data processing => Αυτόματη επεξεργασία δεδομένων
- automatic choke => Αυτόματο ντίζα
- automatic => αυτόματος
- automath => αυτόματο
- automatic rifle => Αυτόματο τυφέκιο
- automatic teller => ΑΤΜ
- automatic teller machine => αυτόματη ταμειακή μηχανή (ΑΤΜ)
- automatic transmission => Αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων
- automatic washer => Πλυντήριο ρούχων
- automatic weapon => Αυτόματο όπλο
- automatical => αυτόματος
- automatically => αυτόματα
- automation => αυτοματοποίηση
- automatise => αυτοματοποιώ
Definitions and Meaning of automatic pistol in English
automatic pistol (n)
a pistol that will keep firing until the ammunition is gone or the trigger is released
FAQs About the word automatic pistol
αυτόματο πιστόλι
a pistol that will keep firing until the ammunition is gone or the trigger is released
No synonyms found.
No antonyms found.
automatic pilot => Αυτόματος πιλότος, automatic gun => Αυτόματο όπλο, automatic firearm => Αυτόματο πυροβόλο όπλο, automatic face recognition => Αυτόματη αναγνώριση προσώπου, automatic drive => Αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων,