Greek Meaning of visceral
σπλαγχνικός
Other Greek words related to σπλαγχνικός
- μηχανικός
- μηχανικό
- φυσικός
- αντιδραστικός
- αντανακλαστικό
- αυθόρμητος
- αυτόματος
- εξαρτημένος από κάποιον όρο
- βαθύς
- βαθιά ριζωμένο
- Βαθιά ριζωμένος
- ενστικτώδης
- ακούσιος
- γονάτου τζερκ
- παβλοβιανός
- ρομποτικός
- απλός
- υποσυνείδητος
- Αναίσθητος
- αυθόρμητο
- ενστικτώδης
- τυφλός
- εδραιωμένος
- αυτοσχεδιαστικός
- αυτοσχέδιος
- αυτοσχέδιος
- αυτοσχέδιος
- ακούσιος
- οχυρωμένος
- αυτοσχέδιο
- πρόχειρα
- επιπόλαιος
- ριζωμένος
- Κλικ
- παρορμητικός
- απρόσεκτος
- ακούσιος
- ακούσιο
- απρογραμμάτιστος
- μη προμελετημένο
- απροετοίμαστος
- αυθόρμητο
- αβάσιμος
- αναπάντεχος
- αμελέτητος
- απρόθυμος
- άθελά του
- έμφυτος
- υπολογισμένος
- συνειδητός
- εσκεμμένος
- σκοπούμενος
- εκούσιος
- προετοιμασμένος
- εκλεπτυσμένος
- προβλεπόμενος
- εθελοντικός
- εθελοντικός
- εσκεμμένος
- εκούσιος
- προσεκτικός
- Καλλιεργούμενος
- σχεδιασμένος
- μετρημένος
- σχολαστικός
- προκαθορισμένος
- προβλεπόμενος
- αιτιολογημένος
- στοχαστικός
- διαθήκη
- Συμβουλευόταν
- εκ προθέσεως
- θεωρούμενος
- διορατικός
- προνοητικός
- μελετήθηκε
Nearest Words of visceral
- visceral brain => σπλαγχνικός εγκέφαλος
- visceral leishmaniasis => Σπλαχνική λεϊσμανίαση
- visceral pericardium => Σπλαγχνικό περικάρδιο
- visceral pleura => Σπλαγχνικό υπεζωκότα
- viscerally => σπλαχνικά
- viscerate => σπλαγχνίζω
- viscerated => σπλαχνισμένος
- viscerating => σφαγή
- visceroskeletal => Σπλαγχνικός σκελετός
- viscid => ιξώδης
Definitions and Meaning of visceral in English
visceral (a)
relating to or affecting the viscera
visceral (s)
obtained through intuition rather than from reasoning or observation
visceral (a.)
Of or pertaining to the viscera; splanchnic.
Fig.: Having deep sensibility.
FAQs About the word visceral
σπλαγχνικός
relating to or affecting the viscera, obtained through intuition rather than from reasoning or observationOf or pertaining to the viscera; splanchnic., Fig.: Ha
μηχανικός,μηχανικό,φυσικός,αντιδραστικός,αντανακλαστικό,αυθόρμητος,αυτόματος,εξαρτημένος από κάποιον όρο,βαθύς,βαθιά ριζωμένο
υπολογισμένος,συνειδητός,εσκεμμένος,σκοπούμενος,εκούσιος,προετοιμασμένος,εκλεπτυσμένος,προβλεπόμενος,εθελοντικός,εθελοντικός
viscera => σπλάγχνα, viscacha => Βισκάτσα, viscaceae => Υδραγγειωειδή, visayan islands => Νησιά Βισάγια, visayan => βισαγιανός,