Greek Meaning of projected

προβλεπόμενος

Other Greek words related to προβλεπόμενος

Definitions and Meaning of projected in English

Wordnet

projected (s)

extending out above or beyond a surface or boundary

FAQs About the word projected

προβλεπόμενος

extending out above or beyond a surface or boundary

αναμενόμενος,αναμενόμενο,αναμενόμενος,μέλλον,προγραμματισμένη,δυνητικός,προβλεπόμενος,μελλοντικός,αναπόφευκτος,πλησιάζοντας

εμπρόσθιος,παρελθόν,προηγούμενο,προηγούμενος,προηγούμενος,προηγούμενο,προηγούμενος,παρελθόν

project => πρότζεκτ, pro-inflammatory => φλεγμονώδης, proinflammatory => Φλεγμονώδες, prohibitory => απαγορευτικό, prohibitively => απαγορευτικός,