FAQs About the word prohibitively

απαγορευτικός

to a prohibitive degree

No synonyms found.

No antonyms found.

prohibitive => απαγορευτικός, prohibitionist => υποστηρικτής της απαγόρευσης, prohibition party => Κόμμα Απαγόρευσης, prohibition era => Εποχή της Πρόισης, prohibition => Απαγόρευση,