Greek Meaning of progressivism

προοδευτικότητα

Other Greek words related to προοδευτικότητα

Definitions and Meaning of progressivism in English

Wordnet

progressivism (n)

the political orientation of those who favor progress toward better conditions in government and society

FAQs About the word progressivism

προοδευτικότητα

the political orientation of those who favor progress toward better conditions in government and society

Φιλελευθερισμός,Πρόοδος,Φιλελευθερισμός,ανεκτικότητα,ανεκτικότητα

φανατισμός,συντηρητισμός,Δογματισμός,αντιφιλελευθερισμός,απουσία φιλελευθερισμού,δυσανεξία,στενοκεφαλιά,κομματισμός,σεχταρισμός,μη φιλελευθερισμός

progressiveness => Πρόοδος, progressively => Προοδευτικά, progressive vaccinia => Προοδευτική δαμαλίτιδα, progressive tense => Συντελεσμένος ενεστώτας, progressive tax => προοδευτικός φόρος,