Greek Meaning of prohibit

απαγορεύω

Other Greek words related to απαγορεύω

Definitions and Meaning of prohibit in English

Wordnet

prohibit (v)

command against

FAQs About the word prohibit

απαγορεύω

command against

απαγόρευση,απαγορεύω,παράνομος,αποθαρρύνω,επιτάσσω,εξαιρείς,σταματώ,αποκλείω,αποτρέπω,απαγορεύω

επιτρέψω,εγκρίνω,εξουσιοδοτώ,Εγκρίνει,αφήνω,άδεια,υποφέρνω,πρόοδος,καλλιεργώ,ενθαρρύνω

progymnosperm => Προγυμνόσπερμο, progressivity => προοδευτικότητα, progressivism => προοδευτικότητα, progressiveness => Πρόοδος, progressively => Προοδευτικά,