Greek Meaning of shut out

αποκλείω

Other Greek words related to αποκλείω

Definitions and Meaning of shut out in English

Wordnet

shut out (v)

prevent from entering; shut out

FAQs About the word shut out

αποκλείω

prevent from entering; shut out

απαγόρευση,μπάρα,εξαλείφω,εξαιρείς,παγώνω κάποιον απ' έξω,αποτρέπω,αποκλείω,εξορίσω,κλείνω τις πόρτες σε,κλείσιμο

ομολογώ,περιλαμβάνω,λαμβάνω,αποδέχομαι,αγκαλιάζω,Διασκέδαση,παίρνω,Καλώς ήρθατε (Kalos orisate)

shut one's mouth => να βουλώσω το στόμα κάποιου, shut off => απενεργοποιώ, shut in => έγκλειστος, shut down => Απενεργοποίηση, shut away => αποκλεισμένος,