Greek Meaning of shutout

αποκλεισμός

Other Greek words related to αποκλεισμός

Definitions and Meaning of shutout in English

Wordnet

shutout (n)

a defeat in a game where one side fails to score

FAQs About the word shutout

αποκλεισμός

a defeat in a game where one side fails to score

απαγόρευση,μπάρα,εξαλείφω,εξαιρείς,παγώνω κάποιον απ' έξω,αποτρέπω,αποκλείω,εξορίσω,κλείνω τις πόρτες σε,κλείσιμο

ομολογώ,περιλαμβάνω,λαμβάνω,αποδέχομαι,αγκαλιάζω,Διασκέδαση,παίρνω,Καλώς ήρθατε (Kalos orisate)

shut-in => ερημίτης, shut-eye => Ύπνος, shuteye => ύπνος, shute => λούκι, shutdown => διακοπή λειτουργίας,