Greek Meaning of weed (out)
εκριζώνω (από)
Other Greek words related to εκριζώνω (από)
Nearest Words of weed (out)
- weeded (out) => ξεριζωμένος
- weediness => ζιζανιογόνος χαρακτήρας
- weekend bag => Σακβουαγιάζ
- weekend case => Τσάντα Σαββατοκύριακου
- weeps => κλαίει
- weigh (anchor) => σηκώνω την άγκυρα
- weigh (on or upon) => ζυγίζω (κάτι πάνω σε κάτι)
- weigh (upon) => ζυγίζω
- weigh in => Σταθμίζω
- weighed (anchor) => σταθμισμένος (άγκυρα)
Definitions and Meaning of weed (out) in English
weed (out)
to remove (people or things that are not wanted) from a group
FAQs About the word weed (out)
εκριζώνω (από)
to remove (people or things that are not wanted) from a group
Επιλέγω,χτένισμα,αποκρούω,αποκρούω **(off),σταματάω,αποτρέπω,αδιαφορία,εμποδίζω,εμποδίζω,εμποδίζω
αποδέχομαι,ομολογώ,περιλαμβάνω,λαμβάνω,αγκαλιάζω,Διασκέδαση,παίρνω,Καλώς ήρθατε (Kalos orisate),απομπλοκάρισμα
webs => Δίκτυα, Weblogs => Μπλογκ, Weblog => Ιστόλογο, webbings => ιμάντες, weaves => υφάσματα,