Greek Meaning of weed (out)

εκριζώνω (από)

Other Greek words related to εκριζώνω (από)

Definitions and Meaning of weed (out) in English

weed (out)

to remove (people or things that are not wanted) from a group

FAQs About the word weed (out)

εκριζώνω (από)

to remove (people or things that are not wanted) from a group

Επιλέγω,χτένισμα,αποκρούω,αποκρούω **(off),σταματάω,αποτρέπω,αδιαφορία,εμποδίζω,εμποδίζω,εμποδίζω

αποδέχομαι,ομολογώ,περιλαμβάνω,λαμβάνω,αγκαλιάζω,Διασκέδαση,παίρνω,Καλώς ήρθατε (Kalos orisate),απομπλοκάρισμα

webs => Δίκτυα, Weblogs => Μπλογκ, Weblog => Ιστόλογο, webbings => ιμάντες, weaves => υφάσματα,