FAQs About the word weighed (anchor)

σταθμισμένος (άγκυρα)

επιβιβάστηκε

αποβιβάστηκε,προσγειώθηκε,βάλω μέσα,αγκυροβολημένος,ξεφλούδισε,ελλιμενισμένο,εγκλωβισμένος

weigh in => Σταθμίζω, weigh (upon) => ζυγίζω, weigh (on or upon) => ζυγίζω (κάτι πάνω σε κάτι), weigh (anchor) => σηκώνω την άγκυρα, weeps => κλαίει,