Greek Meaning of weighing (upon)
(Βάρος)
Other Greek words related to (Βάρος)
Nearest Words of weighing (upon)
- weighing (anchor) => Στάθμιση (άγκυρας)
- weighed in => σταθμίστηκαν
- weighed (upon) => σταθμισμένο
- weighed (anchor) => σταθμισμένος (άγκυρα)
- weigh in => Σταθμίζω
- weigh (upon) => ζυγίζω
- weigh (on or upon) => ζυγίζω (κάτι πάνω σε κάτι)
- weigh (anchor) => σηκώνω την άγκυρα
- weeps => κλαίει
- weekend case => Τσάντα Σαββατοκύριακου
Definitions and Meaning of weighing (upon) in English
weighing (upon)
No definition found for this word.
FAQs About the word weighing (upon)
(Βάρος)
ρουλεμάν (κάτω),συμπιέζοντας,καταθλιπτικός,εμπλοκή,ακουμπισμένος (σε ή πάνω σε κάτι),πιεστικός,συμπίεση,μπουλντόζες,πειστικός,Επιβολή
No antonyms found.
weighing (anchor) => Στάθμιση (άγκυρας), weighed in => σταθμίστηκαν, weighed (upon) => σταθμισμένο, weighed (anchor) => σταθμισμένος (άγκυρα), weigh in => Σταθμίζω,