Greek Meaning of pushing
ωθώντας
Other Greek words related to ωθώντας
- φιλόδοξος
- φιλόδοξος
- οδήγηση
- πρόθυμος
- Ενεργητικός
- βιαστικός
- δυναμικός
- επιθετικός
- κινούμενη
- φλογερός
- διεκδικητικός
- πρόθυμος
- Ανταγωνιστικός
- αποφασισμένος
- επιμελής
- δυναμικός
- επιχειρηματικός
- Γεμάτος ενθουσιασμό και αφοσίωση
- Πεινασμένος
- παθιασμένος
- εργατικός
- απότομος
- ζωηρός
- παρακινημένος
- opportunιστικός
- επιθετικός
- ανυπόμονος
- αντίπαλος
- φτωχό
- εγωιστής
- ζωηρός
- τολμηρός
- τολμηρός
- ζωηρός
- ανταγωνιστικός
- φιλόδοξος
Nearest Words of pushing
Definitions and Meaning of pushing in English
pushing (n)
the act of applying force in order to move something away
FAQs About the word pushing
ωθώντας
the act of applying force in order to move something away
φιλόδοξος,φιλόδοξος,οδήγηση,πρόθυμος,Ενεργητικός,βιαστικός,δυναμικός,επιθετικός,κινούμενη,φλογερός
αδιάφορος ,ανεπίσημος,αδιάφορος,αδιάφορος,αναφιλόδοξος,αδιάφορος,άφιλος,εύκολος,χλιαρός,αδιάφορος
pushiness => επιμονή, pushful => πιεστικός, pusher => ωθητής, push-down storage => Αποθήκευση ώθησης προς τα κάτω, push-down stack => Στοίβα πτώσης,