Greek Meaning of pushiness

επιμονή

Other Greek words related to επιμονή

Definitions and Meaning of pushiness in English

Wordnet

pushiness (n)

offensive boldness and assertiveness

FAQs About the word pushiness

επιμονή

offensive boldness and assertiveness

επιθετικότητα,διεκδικητικότητα,Ανταγωνιστικότητα,Αποφασιστικότητα,προσοχή,κίνητρο,οπορτουνισμός,προσποίηση,φιλοδοξία,Ζήλος

απάθεια,αδιαφορία,αδιαφορία,οκνηρία,αδράνεια,οκνηρία,λήθαργος,ανορεξία,Αδράνεια,τεμπελιά

pushful => πιεστικός, pusher => ωθητής, push-down storage => Αποθήκευση ώθησης προς τα κάτω, push-down stack => Στοίβα πτώσης, push-down queue => Σειρά push-down,