FAQs About the word pushover

κουτοπόνηρος

someone who is easily taken advantage of, any undertaking that is easy to do

ποδόμακτρο,Αδύναμος,Μέδουσα,Ποντίκι,ντελικάτος,καλαμιώνας,πρόβατο,Δειλός,μαλάκας,μαμόθρεφτο

σταθερός,Άνθρωπος

pushkin => Πούσκιν, pushing => ωθώντας, pushiness => επιμονή, pushful => πιεστικός, pusher => ωθητής,