Greek Meaning of mensch
Άνθρωπος
Other Greek words related to Άνθρωπος
Nearest Words of mensch
Definitions and Meaning of mensch in English
mensch (n)
a decent responsible person with admirable characteristics
FAQs About the word mensch
Άνθρωπος
a decent responsible person with admirable characteristics
σταθερός
ποδόμακτρο,Μέδουσα,Ποντίκι,αδύναμος,κουτοπόνηρος,καλαμιώνας,Αδύναμος,Δειλός,μαλάκας,μαλαγάνας
mensal line => γραμμή εμμηνορροίας, mensal => μηνιαίο, mensa => Mensa, mens store => Κατάστημα ανδρικών ρούχων, men's room => Ανδρική τουαλέτα,