FAQs About the word nebbish

αδύναμος

(Yiddish) a timid unfortunate simpleton

μαλαγάνας,Ποντίκι,μαλάκας,μαμόθρεφτο,ποδόμακτρο,Μέδουσα,Νευρική Νέλι,Νευρική Nelly,καλαμιώνας,πρόβατο

σταθερός,Άνθρωπος

nebbed => ράμφους, nebbech => φτωχός διάολος, nebalia => Νηβάλια, neb. => ράμφος, neb => neb,