FAQs About the word wussy

μαμόθρεφτο

a weak, cowardly, or ineffectual person

μαλακός,Αδύναμος,Δειλός,μαλακός,κουτοπόνηρος

Ηλεκτροπαραγωγός σταθμός

wussies => μαλάκες, wurst => Λουκάνικο, wud => wud, wrung (out) => στυμμένος (έξω), wrought (up) => Σφυρηλατημένος (επεξεργασμένος),