Greek Meaning of wrought (up)

Σφυρηλατημένος (επεξεργασμένος)

Other Greek words related to Σφυρηλατημένος (επεξεργασμένος)

Definitions and Meaning of wrought (up) in English

wrought (up)

very excited or upset

FAQs About the word wrought (up)

Σφυρηλατημένος (επεξεργασμένος)

very excited or upset

ανήσυχος,ανήσυχος,αποσπασμένος,ταραγμένος,διαταραγμένος,φοβισμένος,αγχωμένος,ταραγμένος,ανήσυχος,αναστατωμένος

συλλεγέν,συντεθειμένος,θυμίζει,Ήρεμος,ειρηνικός,ήρεμος,αυτοσυλλεγμένος,ψύχραιμος,Γαλήνιος,ήρεμος

wrought (on) => σφυρηλατημένος (σε), wrought (for) => σφυρηλατημένος (για), wrote up => έγραψε, wrote off => διέγραψε, wrote down => έγραψε κάτω,