Greek Meaning of written off
αποσβεσμένο
Other Greek words related to αποσβεσμένο
- απολυμένος
- ερειπωμένος
- ρίχτηκε επάνω
- υποβάθμισε
- έπεισε
- υποτιμούσε
- κατακρίθηκε
- καταγγελμένος
- ξεπερασμένο
- αποσβέσιμο
- υποτιμητικός
- ελαττωμένος
- σε έκπτωση
- υποτιμημένος
- ελαχιστοποιημένος
- βάλω κάτω
- καταδικασμένος
- έκλαψε
- κριτικάρετε
- μειωμένος
- φιλημένος
- φτωχόστομος
- βιαιοπραγημένος
- κακοποιημένος
- διαβρεγμένος
- δυσφημισμένος
- εξευτελισμένος
- αντιπαθής
- δυσφημημένος
- απεδοκίμασαν
- καταδικασμένος
- μάλωσε
- συκοφαντημένος
- κατεστραμμένο
- συκοφαντημένος
- Κακός
- αποδοκιμασμένο (από)
- αποδοκιμασμένο
- προσέβαλε
- trash talking
Nearest Words of written off
Definitions and Meaning of written off in English
written off
to consider to be lost, tax write-off, dismiss sense 3, to use as a deduction in calculating taxable income, a tax deduction of an amount of depreciation, expense, or loss, the elimination of an asset or amount due from the books, to regard or concede to be lost, dismiss, something (such as a damaged vehicle) or someone regarded or conceded as a loss, to take off the books, to eliminate (an asset) from the books, a reduction in book value of an item (as by way of depreciation), an elimination of an item from the books of account
FAQs About the word written off
αποσβεσμένο
to consider to be lost, tax write-off, dismiss sense 3, to use as a deduction in calculating taxable income, a tax deduction of an amount of depreciation, expen
απολυμένος,ερειπωμένος,ρίχτηκε επάνω,υποβάθμισε,έπεισε,υποτιμούσε,κατακρίθηκε,καταγγελμένος,ξεπερασμένο,αποσβέσιμο
χειροκρότησε.,εγκρίθηκε,ενέκρινε,υψηλός,υμνεί,ευνοϊκός,δοξασμένος,εγκεκριμένος,επαινεμένος,Μεγεθυσμένη
writs => εντάλματα, writing up => Γράψιμο, writing off => διαγραφή, writing down => γραφή, write-ups => εκθέσεις,