Greek Meaning of talked down
έπεισε
Other Greek words related to έπεισε
- ελαττωμένος
- απολυμένος
- ελαχιστοποιημένος
- έκλαψε
- ρίχτηκε επάνω
- υποβάθμισε
- έτρεξε κάτω
- υποτιμούσε
- κατακρίθηκε
- καταγγελμένος
- ξεπερασμένο
- αποσβέσιμο
- υποτιμητικός
- σε έκπτωση
- αντιπαθής
- υποτιμημένος
- βάλω κάτω
- καταδικασμένος
- κριτικάρετε
- μειωμένος
- φιλημένος
- φτωχόστομος
- trash talking
- διέγραψε
- κακοποιημένος
- διαβρεγμένος
- λογοκριμένος
- εκτεθειμένος
- εξευτελισμένος
- δυσφημημένος
- μάλωσε
- συκοφαντημένος
- κατεστραμμένο
- συκοφαντημένος
- Κακός
- αποδοκιμασμένο (από)
- αποδοκιμασμένο
- προσέβαλε
- βιαιοπραγημένος
Nearest Words of talked down
- talked a blue streak => Μιλούσε ακατάπαυστα
- talked (to) => μίλησε (σε)
- talked (into) => talked (into) - μίλησα (στην)
- talked (about) => για
- talkathon => μαραθώνιος συζήτησης
- talk up => μιλάω
- talk out => μιλήστε έξω
- talk down (to) => υποτιμώ
- talk a blue streak => κουβέντα της κουβέντας
- talk (to) => μιλάω με
- talked down (to) => μίλησα σε κάποιον με συγκαταβατικό τόνο
- talked out => είχε μιλήσει πολύ
- talked over => μίλησε για
- talkers => ομιλητές
- talkies => Ταινίες με ήχο
- talkiness => φλυαρία
- talking (about) => μιλώ (για)
- talking (into) => μιλάω (σε)
- talking a blue streak => μιλώντας με γρήγορο ρυθμό
- talking down => Λεπτομέρεια
Definitions and Meaning of talked down in English
talked down
to speak in an overly simple manner as if to a person who does not know much, to disparage or belittle by talking, to speak in a condescending or oversimplified fashion
FAQs About the word talked down
έπεισε
to speak in an overly simple manner as if to a person who does not know much, to disparage or belittle by talking, to speak in a condescending or oversimplified
ελαττωμένος,απολυμένος,ελαχιστοποιημένος,έκλαψε,ρίχτηκε επάνω,υποβάθμισε,έτρεξε κάτω,υποτιμούσε,κατακρίθηκε,καταγγελμένος
χειροκρότησε.,εγκρίθηκε,ενέκρινε,υψηλός,υμνεί,ευνοϊκός,δοξασμένος,εγκεκριμένος,επαινεμένος,Μεγεθυσμένη
talked a blue streak => Μιλούσε ακατάπαυστα, talked (to) => μίλησε (σε), talked (into) => talked (into) - μίλησα (στην), talked (about) => για, talkathon => μαραθώνιος συζήτησης,