FAQs About the word wrings (out)

στύβω (τα νερά)

αφυδατώνει,στεγνώνει,άδειο,Επιθέματα,Σίαρς,Αφυγράνει,αποξηραίνει,αποχέτευση,κενά

ποτίζει,πνίγεται,μουλιάζω,δωροδοκίες,απότομο,βράζει,σάλτσα

wrings => στραγγίζει, wringing (out) => (στύψιμο), wring (out) => στύβω (έξω), wrights => σιδεράδες, wretches => ταλαίπωροι,