Greek Meaning of motivation
κίνητρο
Other Greek words related to κίνητρο
Nearest Words of motivation
- motivating => παρακινητικό
- motivated => παρακινημένος
- motivate => παρακινεί
- motion-picture show => Κινηματογραφική προβολή
- motion-picture photography => Κινηματογραφική φωτογραφία
- motion-picture film => Ταινία κινηματογράφου
- motion-picture fan => Φιλότεχνης
- motion-picture camera => κινηματογραφική μηχανή
- motionlessness => Ακινησία
- motionlessly => ακίνητα
Definitions and Meaning of motivation in English
motivation (n)
the psychological feature that arouses an organism to action toward a desired goal; the reason for the action; that which gives purpose and direction to behavior
the condition of being motivated
the act of motivating; providing incentive
FAQs About the word motivation
κίνητρο
the psychological feature that arouses an organism to action toward a desired goal; the reason for the action; that which gives purpose and direction to behavio
Ενθάρρυνση,ώθηση,κίνητρο,ερέθισμα,ενισχύω,καταλύτης,καύσιμο,ώθηση,υποκίνηση,ορμή
αποτρεπτικός παράγοντας,αποτρεπτικό μέτρο
motivating => παρακινητικό, motivated => παρακινημένος, motivate => παρακινεί, motion-picture show => Κινηματογραφική προβολή, motion-picture photography => Κινηματογραφική φωτογραφία,