Greek Meaning of motivative

κινητοποιητικός

Other Greek words related to κινητοποιητικός

Definitions and Meaning of motivative in English

Wordnet

motivative (s)

impelling to action

FAQs About the word motivative

κινητοποιητικός

impelling to action

παρακινητικό,ενθαρρυντικός,ζωοποιητικό,ενεργοποίηση,ενεργειακός,επαγωγική,ενθαρρυντικός,εμπνευσμένος,σκανδάλη,επιδεινούμενος

μη φλεγμονώδης,δαμάζοντας

motivational => ενθαρρυντικός, motivation => κίνητρο, motivating => παρακινητικό, motivated => παρακινημένος, motivate => παρακινεί,