Greek Meaning of triggering
σκανδάλη
Other Greek words related to σκανδάλη
- συναρπαστικός
- υποκινητικός
- επαγωγική
- φλεγμονώδης
- εμπνευσμένος
- υποκινητικός
- προκλητικός
- προκλητικός
- διεγερτικό
- ενεργοποίηση
- επιδεινούμενος
- φορτισμένος
- αιχμηρός
- ενεργειακός
- φλογερός
- ενθαρρυντικός
- εξεγερτικός
- παρακινητικό
- ενθαρρυντικός
- πικάν
- επιτάχυνση
- πειράγματα
- αναστατωτικός
- θυμωμένος
- ενοχλητικό
- ενοχλητικός
- Εξαγριωτικό
- εκνευριστικός
- Ενοχλητικός
- γαλβανισμός
- ενοχλητικός
- ερεθιστικός
- κοροϊδευτική
- τρελός
- κινητοποιητικός
- ενοχλητικός
- ειρωνικός
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- ζωοποιητικό
Nearest Words of triggering
Definitions and Meaning of triggering in English
triggering
to cause an intense and usually negative emotional reaction in (someone), to fire by pulling a mechanical trigger, something that acts like a mechanical trigger in initiating a process or reaction, to release a mechanical trigger, a similar movable part by which a mechanism is actuated, to initiate, actuate, or set off by a trigger, the part of the lock of a firearm that releases the hammer and so fires the gun, to begin, stir up, or set in motion as if by pulling a trigger, to release or activate by means of a trigger, a piece (such as a lever) connected with a catch or detent as a means of releasing it, to cause the explosion of, to fire by pulling a trigger, a movable lever that activates a device when it is squeezed, the part of the action moved by the finger to fire a gun
FAQs About the word triggering
σκανδάλη
to cause an intense and usually negative emotional reaction in (someone), to fire by pulling a mechanical trigger, something that acts like a mechanical trigger
συναρπαστικός,υποκινητικός,επαγωγική,φλεγμονώδης,εμπνευσμένος,υποκινητικός,προκλητικός,προκλητικός,διεγερτικό,ενεργοποίηση
μη φλεγμονώδης,δαμάζοντας
triggered => ενεργοποιημένο, trifocals => Τριεστιοι φακοί, trifling (away) => ασήμαντο (μακριά), trifles => ασήμαντα, trifled (away) => σπαταλήθηκε,