Greek Meaning of activating
ενεργοποίηση
Other Greek words related to ενεργοποίηση
- ενεργειακός
- γαλβανισμός
- επαγωγική
- εμπνευσμένος
- παρακινητικό
- ενθαρρυντικός
- επιτάχυνση
- ζωοποιητικό
- επιδεινούμενος
- θυμωμένος
- ενοχλητικό
- ενοχλητικός
- Εξαγριωτικό
- εκνευριστικός
- φλεγμονώδης
- ενθαρρυντικός
- ενοχλητικός
- ερεθιστικός
- τρελός
- κινητοποιητικός
- ενοχλητικός
- προκλητικός
- διεγερτικό
- σκανδάλη
- αναστατωτικός
- ενοχλητικός
- φορτισμένος
- αιχμηρός
- συναρπαστικός
- φλογερός
- Ενοχλητικός
- υποκινητικός
- υποκινητικός
- πικάν
- προκλητικός
- ενοχλητικός
Nearest Words of activating
- activating agent => Ενεργοποιητικός παράγοντας
- activation => ενεργοποίηση
- activation energy => Ενέργεια ενεργοποίησης
- activator => ενεργοποιητής
- active => ενεργός
- active agent => Ενεργό συστατικό
- active air defense => Ενεργητική αντιαεροπορική άμυνα
- active application => Ενεργή εφαρμογή
- active birth => Ενεργητική γέννα
- active citizen => Ενεργός πολίτης
Definitions and Meaning of activating in English
activating (n)
the activity of causing to have energy and be active
activating (s)
causing motion or action or change
FAQs About the word activating
ενεργοποίηση
the activity of causing to have energy and be active, causing motion or action or change
ενεργειακός,γαλβανισμός,επαγωγική,εμπνευσμένος,παρακινητικό,ενθαρρυντικός,επιτάχυνση,ζωοποιητικό,επιδεινούμενος,θυμωμένος
μη φλεγμονώδης,δαμάζοντας
activated charcoal => Ενεργός άνθρακας, activated carbon => Ενεργός άνθρακας, activated => ενεργοποιημένο, activate => ενεργοποιώ, activase => ενεργοποιητής,