Greek Meaning of piquing

πικάν

Other Greek words related to πικάν

Definitions and Meaning of piquing in English

Webster

piquing (p. pr. & vb. n.)

of Pique

FAQs About the word piquing

πικάν

of Pique

φορτισμένος,συναρπαστικός,παρακινητικό,προκλητικός,προκλητικός,αιχμηρός,υποκινητικός,επαγωγική,εμπνευσμένος,υποκινητικός

μη φλεγμονώδης,δαμάζοντας

piquet => περίπολος, piqueria => Πικρεία, piqueer => επηρεάζω, piqued => ερεθισμένος, pique => εκνευρίζω,