Greek Meaning of jeering
κοροϊδευτική
Other Greek words related to κοροϊδευτική
- δόλωμα
- χλευαστικός
- γιουχάρισμα
- χλευαστικός
- κοροϊδευτικό
- ειρωνικός
- περιφρονητικός
- ειρωνικό
- ειρωνικός
- ενοχλητικός
- αστειευόμενος
- βελόνια
- σαρκαστικός
- περιφρονητικός
- ανταλλαγή
- πειράγματα
- Τρίψιμο
- περιφρονητικός
- αστείος
- αστείος
- αστείο
- αστειεύομαι
- Αστείο
- πνευματώδης
- περίεργος
- συγκέντρωση
- πειράγματα
- νευρώσεις
Nearest Words of jeering
- jeeringly => χλευαστικά
- jeers => χλευασμοί
- jeffers => Τζέφερς
- jefferson => Τζέφερσον
- jefferson city => Jefferson City
- jefferson davis => Τζέφερσον Ντέιβις
- jefferson davis' birthday => Τα γενέθλια του Τζέφερσον Ντέιβις
- jeffersonia => Τζεφερσόνια
- jeffersonian => τζεφερσονιανός
- jeffersonite => Jeffersonίτης
Definitions and Meaning of jeering in English
jeering (n)
showing your contempt by derision
jeering (s)
abusing vocally; expressing contempt or ridicule
jeering (p. pr. & vb. n.)
of Jeer
jeering (a.)
Mocking; scoffing.
jeering (n.)
A mocking utterance.
FAQs About the word jeering
κοροϊδευτική
showing your contempt by derision, abusing vocally; expressing contempt or ridiculeof Jeer, Mocking; scoffing., A mocking utterance.
δόλωμα,χλευαστικός,γιουχάρισμα,χλευαστικός,κοροϊδευτικό,ειρωνικός,περιφρονητικός,ειρωνικό,ειρωνικός,ενοχλητικός
χειροκροτώντας,Εγκριτικός,αποθεώνοντας,επικύρωση,επιβάλλων κυρώσεις,επικυρώνοντας
jeerer => ειρωνιστής, jeered => κορόιδεψε, jeer => κοροϊδεύω, jeep => τζιπ, jeel => Γενεά,